- εξουσιοδοτώ
- (ε) μετ. уполномочивать, облекать властью; давать право, доверять, поручать;
εξουσιοδοτώ κάποιον να παραλάβει χρήματα — доверять кому-л. получение денег
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξουσιοδοτώ κάποιον να παραλάβει χρήματα — доверять кому-л. получение денег
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξουσιοδοτώ — εξουσιοδοτώ, εξουσιοδότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξουσιοδοτώ — έω χορηγώ σε κάποιον το δικαίωμα να ενεργήσει για λογαριασμό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξουσία + δοτώ (< δίδωμι, πρβλ. επι δοτώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικό Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό] … Dictionary of Greek
εξουσιοδοτώ — εξουσιοδότησα, εξουσιοδοτήθηκα, εξουσιοδοτημένος, μτβ., δίνω εξουσιοδότηση, παραχωρώ σε κάποιον την εξουσία (δικαίωμα) να κάνει κάτι για λογαριασμό μου, δικαιοδοτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαιοδοτώ — (AM δικαιοδοτῶ, έω) [δικαιοδότης] απονέμω δικαιοσύνη νεοελλ. εξουσιοδοτώ κάποιον, τού δίνω το δικαίωμα αρχ. (με αιτ.) διοικώ επαρχία κρατώντας και τη δικαστική εξουσία … Dictionary of Greek
συνεπιστέλλω — Α [ἐπιστέλλω] 1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως 2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο … Dictionary of Greek